μετρίω — μέτριος within measure masc/neut nom/voc/acc dual μέτριος within measure masc/neut gen sg (doric aeolic) μέτριος within measure masc/fem/neut nom/voc/acc dual μέτριος within measure masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) μετρέω measure pres subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρίῳ — μέτριος within measure masc/neut dat sg μέτριος within measure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρίωι — μετρίῳ , μέτριος within measure masc/neut dat sg μετρίῳ , μέτριος within measure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μετρίωσις — μετρίωσις, ἡ (Μ) [μετριώ] μετριασμός, ελάττωση, ύφεση … Dictionary of Greek
υπερτείνω — Α [τείνω] 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.) 2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, τό παρατεντώνω («μέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνω β)… … Dictionary of Greek